Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχηγία η [arxijía] Ο25 : 1.η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός και το αξίωμά του: Tου ανέθεσαν την ~ της εξερευνητικής αποστολής. Aνέλαβε την ~ της αστυνομίας / των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένας λόχος αλεξιπτωτιστών τέθηκε υπό την ~ του. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι αρχηγός: Kατά την ~ του ο στρατός οργανώθηκε σε νέες βάσεις.
[λόγ. < μσν. αρχηγία < αρχηγ(ός) -ία]