Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχειακός
1 εγγραφή
αρχειακός -ή -ό [arxiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε αρχείο: Aρχειακές έρευνες.

[λόγ. αρχεί(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες