Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρχαϊκός -ή -ό [arxaikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην αρχαία εποχή, στα προκλασικά χρόνια: Aρχαϊκή εποχή / τέχνη. Aρχαϊκό άγαλμα / ειδώλιο. Aρχαϊκό μειδίαμα, το τυπικό χαμόγελο που έχουν τα αρχαϊκά αγάλματα (κυρ. οι κούροι και οι κόρες). || (γεωλ.): ~ αιώνας, η αζωική περίοδος της γης. 2. που μοιάζει ή που μιμείται τους αρχαίους: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αρχαϊκή γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. ἀρχαϊκός `παλιάς νοοτροπίας΄ σημδ. αγγλ. archaic (στις νέες σημ.) < αρχ. ἀρχαϊκός]