Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιοπώλης
1 εγγραφή
αρχαιοπώλης ο [arxeopólis] Ο10 : αυτός που εμπορεύεται αντικείμενα αρχαίας τέχνης.

[λόγ. αρχαιο- + -πώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες