Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιομαθής
1 εγγραφή
αρχαιομαθής -ής -ές [arxeomaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αρχαιομάθεια. α. που γνωρίζει καλά τα σχετικά με την αρχαιότητα (ιδίως την ελληνική και τη ρωμαϊκή). || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής. β. που γνωρίζει καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα. || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής.

[λόγ. αρχαιο- + -μαθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες