Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιομάθεια
1 item total
αρχαιομάθεια η [arxeomáθia] Ο27 : α.η γνώση της αρχαιότητας (ιδίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής). β. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. αρχαιομαθ(ής) -εια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go