Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιολατρία
1 item total
αρχαιολατρία η [arxeolatría] Ο25 : η υπερβολική εκτίμηση της αξίας του αρχαίου πολιτισμού: H ~ της Aναγέννησης.

[λόγ. < αγγλ. archeolatry < archaeo- = αρχαιο- + -latry = -λατρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go