Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιοκαπηλία
1 item total
αρχαιοκαπηλία η [arxeokapilía] Ο25 : το παράνομο εμπόριο έργων αρχαίας τέχνης.

[λόγ. αρχαιοκάπηλ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go