Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιοκάπηλος
1 item total
αρχαιοκάπηλος ο [arxeokápilos] Ο20α : αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης: Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.

[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go