Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιοδίφης
1 item total
αρχαιοδίφης ο [arxeoδífis] Ο10 : αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας.

[λόγ. αρχαιο- + -δίφης κατά το ιστοριοδίφης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go