Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιογνωσία
1 item total
αρχαιογνωσία η [arxeoγnosía] Ο25 : η επιστημονική γνώση της αρχαιότητας (και κυρίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής).

[λόγ. αρχαιο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Altertumskunde]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go