Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαία
1 εγγραφή
αρχαίος -α -ο [arxéos] Ε4 : 1.που υπήρξε σε εποχή πολύ παλαιότερη από τη σημερινή: Aρχαίοι λαοί / Έλληνες / Aιγύπτιοι. Ο αρχαιότερος κινεζικός πολιτισμός. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας. || (ειδικότ.) που αναφέρεται κυρίως στην εποχή της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας: Aρχαία ελληνικά: α. η γλώσσα και τα κείμενα της κλασικής περιόδου. β. το αντίστοιχο μάθημα. Aρχαία ελληνική φιλολογία, η κλασική. Aρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, οι κλασικοί. 2. που υπάρχει από την αρχαιότητα: Aρχαία μνημεία / αγγεία / κτίσματα. Aρχαίοι τάφοι. (έκφρ.) το αρχαιότερο επάγγελμα (του κόσμου), η πορνεία. || (προφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ μεγάλης ηλικίας. 3. (ως ουσ.) α. οι αρχαίοι, αυτοί που έζησαν κατά την αρχαιότητα: Έρευνες για την προφορά / τη μουσική των αρχαίων. β. τα αρχαία: β1. μνημεία, έργα τέχνης ή ερείπια της αρχαιότητας: Οι εργάτες σκάβοντας για θεμέλια βρήκαν αρχαία. Πήγαμε εκδρομή στην Ολυμπία και επισκεφτήκαμε τα αρχαία. β2. η αρχαία ελληνική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα: Είναι καλός / έμεινε μετεξεταστέος στα αρχαία. 4. (στο συγκρ.) που μπήκε νωρίτερα από άλλους σε μια υπηρεσία και που συνήθ. κατέχει ανώτερη θέση από άποψη ιεραρχίας: Οι αρχαιότεροι υπάλληλοι παίρνουν μεγαλύτερο μισθό από τους νεότερους. || (ως ουσ.) ο αρχαιότερος: Οι αρχαιότεροι στο στρατό έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους νεοσύλλεκτους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀρχαῖος `παλιός, προηγούμενος΄ & σημδ. γαλλ. ancien· 2, 3: & σημδ. γαλλ. antique· 4: σημδ. αγγλ. senior]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες