Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχίνισμα
1 εγγραφή
αρχίνισμα το [arxínizma] & αρχίνημα το [arxínima] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρχινίζω, η αρχή: Tο ~ της δουλειάς / της μέρας.

[μσν. αρχίνισμα < αρχινισ- (αρχινίζω) -μα· αρχινη- (αρχινώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες