Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχέγονος
1 item total
αρχέγονος -η -ο [arxéγonos] Ε5 : που είναι πολύ παλιός ή που βρίσκεται σε αρχική μορφή, σε αρχικό στάδιο: Aρχέγονοι πολιτισμοί / λαοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχέγονος `αρχικός, πρωταρχικός΄ σημδ. γαλλ. primitif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go