Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρυμοτόμητος
1 item total
αρυμοτόμητος -η -ο [arimotómitos] Ε5 : που δεν τον ρυμοτόμησαν, που δεν του χάραξαν δρόμους: Aρυμοτόμητα οικόπεδα.

[λόγ. α- 1 ρυμοτομη- (ρυμοτομώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go