Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτύσιμος
1 item total
αρτύσιμος -η -ο [artísimos] Ε5 : (για φαγητό) που δεν είναι νηστίσιμος.

[μσν. *αρτύσιμος < αρτυσ- (αρτύνω, δες στο αρταίνω) -ιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go