Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτοποιία
1 item total
αρτοποιία η [artopiía] Ο25 : 1.η παρασκευή ψωμιού: Mηχανήματα αρτοποιίας. 2. το αρτοποιείο.

[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιΐα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go