Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτισύστατος
1 εγγραφή
αρτισύστατος -η -ο [artisístatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει συσταθεί πρόσφατα: ~ οργανισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτισύστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες