Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτιμελής
1 item total
αρτιμελής -ής -ές [artimelís] Ε10 : που είναι σωματικά ακέραιος, που δεν έχει σωματικά ελαττώματα: Aρτιμελές βρέφος.

[λόγ. < αρχ. ἀρτιμελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go