Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτεσιανός -ή -ό [artesianós] Ε1 : (γεωλ.) ~ υδροφόρος ορίζοντας, υδροφόρος ορίζοντας όπου το νερό βρίσκεται υπό πίεση. Aρτεσιανό φρέαρ / πηγάδι, τεχνητή πηγή (με σκάψιμο ή γεώτρηση) από όπου το νερό αναβλύζει λόγω φυσικής πίεσης, χωρίς άντληση. || (ως ουσ.) το αρτεσιανό, το αρτεσιανό πηγάδι.
[λόγ. < γαλλ. artési(en) -ανός (< Artois, περιοχή της Γαλλίας όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]