Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενικοθήλυκος
1 εγγραφή
αρσενικοθήλυκος -η / -ια -ο [arsenikoθílikos] Ε5, Ε6 : 1.που έχει ή που φαίνεται πως έχει τη φύση και του αρσενικού και του θηλυκού· ερμαφρόδιτος. 2. για γυναίκα που η εμφάνιση ή και η συμπεριφορά της μοιάζει με του άντρα· (πρβ. αντρογυναίκα).

[αρσενικ(ός) -ο- + θηλυκ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες