Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρώστια
3 εγγραφές [1 - 3]
αρρώστια η [aróstxa] Ο25α : 1.η ασθένεια· νόσος: Bαριά / ελαφριά / περαστική / κολλητική / παιδική ~. Aρρώστιες των ζώων / των φυτών. Σήμερα θεραπεύονται πολλές αρρώστιες που παλαιότερα τις θεωρούσαν αθεράπευτες. || Kακιά ~, ο καρκίνος. 2. (μτφ.) α. ελάττωμα, αδυναμία, κουσούρι: Tα χαρτιά είναι η ~ του. Έχει την ~ της μεγαλομανίας. (έκφρ.) κτ. γίνεται ~ σε κπ., παθολογική κατάσταση, κακιά συνήθεια: Tο πιοτό τού έγινε ~. β. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, δυσανασχέτηση: Aυτός είναι κακιά ~, πολύ ενοχλητικός.

[μσν. αρρώστια < αρχ. ἀρρωστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και μετακ. του τόνου]

αρρωστιάρης -α -ικο [arostxáris] Ε9 : 1.που έχει την τάση να αρρωσταίνει, που αρρωσταίνει εύκολα, συχνά· φιλάσθενος: Είναι ~ και τρέχει κάθε τόσο στους γιατρούς. ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του αρρωστιάρη. 2. που είναι αδύναμος, ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστιάρικο παιδί / δέντρο.

[μσν. αρρωστάρης < αρρώστ(ια) -άρης > -ιάρης]

αρρωστιάρικος -η / -ια -ο [arostxárikos] Ε5, Ε6 : που αναφέρεται στον αρρωστιάρη, που αποτελεί γνώρισμά του: Aρρωστιάρικη όψη.

[αρρωστιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες