Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρρύθμιστος
1 item total
αρρύθμιστος -η -ο [aríθmistos] Ε5 : που δεν τον ρύθμισαν ή που δεν τον τακτοποίησαν. ANT ρυθμισμένος: Ο μηχανισμός / ο κινητήρας είναι ~. H διαφορά μεταξύ τους παρέμεινε αρρύθμιστη.

[λόγ. < αρχ. ἀρρύθμιστος `ανοργάνωτος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go