Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρρωστιάρικος
1 item total
αρρωστιάρικος -η / -ια -ο [arostxárikos] Ε5, Ε6 : που αναφέρεται στον αρρωστιάρη, που αποτελεί γνώρισμά του: Aρρωστιάρικη όψη.

[αρρωστιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go