Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστιάρης
1 εγγραφή
αρρωστιάρης -α -ικο [arostxáris] Ε9 : 1.που έχει την τάση να αρρωσταίνει, που αρρωσταίνει εύκολα, συχνά· φιλάσθενος: Είναι ~ και τρέχει κάθε τόσο στους γιατρούς. ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του αρρωστιάρη. 2. που είναι αδύναμος, ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστιάρικο παιδί / δέντρο.

[μσν. αρρωστάρης < αρρώστ(ια) -άρης > -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες