Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστημένος
1 εγγραφή
αρρωστημένος -η -ο [arostiménos] Ε3 μππ. του αρρωσταίνω και του αρρωστώ : 1.που έχει προσβληθεί από ασθένεια· άρρωστος. 2. (μτφ.) που παρεκκλίνει από αυτό που χαρακτηρίζεται ως υγιές ή φυσιολογικό: Aρρωστημένο μυαλό. Aρρωστημένη φαντασία / κατάσταση. 3. (για δέντρα, φυτά, καρπούς) ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστημένα δέντρα / φρούτα / καρπούζια / σταφύλια. αρρωστημένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του αρρωστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες