Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρρενωπός
1 item total
αρρενωπός -ή -ό [arenopós] Ε1 : για άνδρα που έχει ανδροπρεπή εμφάνιση, που έχει έντονα τα ανδρικά χαρακτηριστικά. αρρενωπά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀρρενωπός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go