Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραγής
1 εγγραφή
αρραγής -ής -ές [arajís] Ε10 : (λόγ.) που δε ραγίζει, που δεν παρουσιάζει ρήγματα· στέρεος: ~ φιλία / ενότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀρραγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες