Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρραβώνιασμα
1 item total
αρραβώνιασμα το [aravónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρραβωνιάζω, η τέλεση αρραβώνα. || (συνήθ. πληθ.) η σχετική τελετή, οι αρραβώνες.

[μσν. αρραβώνιασμα < αρραβωνιασ- (αρραβωνιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go