Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβωνιάζω [aravonázo] -ομαι Ρ2.1 : δεσμεύω ένα ζευγάρι με αμοιβαία υπόσχεση γάμου (συνήθ. σε οικογενειακή τελετή): Aρραβώνιασε την κόρη του μ΄ ένα γιατρό. Tην αρραβώνιασαν μικρή. || (παθ.) δεσμεύομαι με επίσημη υπόσχεση γάμου: Θα αρραβωνιαστώ την άνοιξη. Aρραβωνιαστήκαμε πέρσι. Είναι δυο χρόνια αρραβωνιασμένοι.
[μσν. αρραβωνιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀρραβων(ίζω) `δίνω ενέχυρο΄ -ιάζω]