Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπίστας
1 εγγραφή
αρπιστής ο [arpistís] Ο7 & αρπίστας ο [arpístas] Ο3 θηλ. αρπίστρια [arpístria] Ο27 : μουσικός που παίζει άρπα.

[λόγ. < γαλλ. harpiste (-iste = -ιστής)· ιταλ. arpista -ς· λόγ. αρπισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες