Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπάγη
2 εγγραφές [1 - 2]
αρπάγη η [arpáji] Ο30 : 1.εργαλείο συνήθ. μεταλλικό, με αγκιστρωτά άκρα, που χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνονται, να ανασύρονται ή να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα: Γερανός με σιδερένια ~. 2. (μτφ.) για κτ. που συλλαμβάνει, που αιχμαλωτίζει: Kανείς δε γλιτώνει από την ~ του νόμου.

[λόγ. < ελνστ. ἁρπάγη, αρχ. σημ.: `τσουγκράνα΄]

αρπαγή η [arpají] Ο29 : 1.(για πργ.) η βίαιη αφαίρεση, απόσπαση και οικειοποίηση ξένων πραγμάτων: Οι νικητές μόλις μπήκαν στην πόλη επιδόθηκαν σε λεηλασίες και αρπαγές. 2. (για πρόσ.) η στέρηση της ελευθερίας ατόμου με άσκηση υλικής ή ψυχολογικής βίας ή με απάτη· απαγωγή: H ~ ανηλίκου τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. || H ~ της ωραίας Ελένης / της Περσεφόνης / των Σαβίνων.

[λόγ. < αρχ. ἁρπαγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες