Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρουραίος
1 εγγραφή
αρουραίος ο [aruréos] Ο18 : 1.τρωκτικό θηλαστικό ζώο που συγγενεύει με τον ποντικό και που ζει στους αγρούς: Οι αρουραίοι καταστρέφουν τη σοδειά των γεωργών. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και τιποτένιος.

[λόγ. < αρχ. ἀρουραῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες