Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρνησι- [arnisi] & αρνησί- [arnisí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) αρνησο- [arniso] & αρνησό- [arnisó], σε β' τύπους ορισμένων λέξεων : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα που χαρακτηρίζουν το πρόσωπο που αρνείται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αρνησίθρησκος· αρνησίχριστος και αρνησόχριστος, αυτός που απαρνιέται το Xριστό· ~θεΐα και αρνησοθεΐα, ~θρησκεία, ~πονία· (νομ.) ~δικία, ~κυρία.
[λόγ. < ελνστ. ἀρνησι- θ. του αρχ. ουσ. ἄρνησι(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀρνησί-θεος· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]



