Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρνησιπατρία
1 item total
αρνησιπατρία η [arnisipatría] Ο25 : το να απαρνείται κάποιος την πατρίδα του.

[λόγ. αρνησίπατρ(ις) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go