Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρνησίπατρις
1 item total
αρνησίπατρις ο [arnisípatris] Ο πληθ. αρνησιπάτριδες : (λόγ.) αυτός που απαρνείται και με επέκταση που προδίδει την πατρίδα του ή που αλλάζει εθνικότητα.

[λόγ. αρνησι- + -πατρις κατά το φιλόπατρις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go