Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνίσιος
1 εγγραφή
αρνίσιος -α -ο [arnísxos] Ε4 : που ανήκει σε αρνί, που προέρχεται από αυτό: Aρνίσιο κρέας. Aρνίσια παϊδάκια.

[αρν(ί) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες