Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρμόδιος -α -ο [armóδios] Ε6 : (για πρόσ. ή υπηρεσία) που είναι κατάλληλος, που είναι ικανός ή επιφορτισμένος να γνωμοδοτεί, να κρίνει, να αποφασίζει ή να ενεργεί για ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα ή με την ειδικότητά του. ANT αναρμόδιος: H υπόθεση παραπέμπεται στα αρμόδια δικαστήρια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ασχολήθηκαν με τα τοπικά προβλήματα. Για να εξυπηρετηθείς πρέπει να απευθυνθείς στον αρμόδιο υπάλληλο. || (ως ουσ.) ο αρμόδιος: Για τα αιτήματα των κατοίκων της περιοχής οι αρμόδιοι δεν έδειξαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Kάλεσαν τους αρμοδίους για να εκτιμήσουν τις ζημιές από το χαλάζι. (λόγ. έκφρ.) ο καθ'ύλην* ~.
αρμοδίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἁρμόδιος `που συνταιριάζει, ταιριαστός΄· λόγ. < ελνστ. ἁρμοδίως]



