Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρμολόγηση η [armolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· σύνδεση, αρμολόγημα, συναρμολόγηση: Λύση και ~ του όπλου.
[λόγ. < μσν. αρμολόγησις < αρμολογη- (αρμολογώ) -σις > -ση]