Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμολογώ
1 εγγραφή
αρμολογώ [armoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : συναρμολογώ. || μοντάρω.

[λόγ. < ελνστ. ἁρμολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες