Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρμογή
1 item total
αρμογή η [armojí] Ο29 : σύνδεση, ένωση δύο πραγμάτων, επιφανειών, μερών κτλ. || (επέκτ.) το σημείο όπου γίνεται η σύνδεση· αρμός: Φούσκωσαν τα σανίδια και τρίζουν στις αρμογές.

[ελνστ. ἁρμογή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go