Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρματωσιά
1 item total
αρματωσιά η [armatosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. ο οπλισμός συνολικά: Ο ιππότης με την κίτρινη ~, πανοπλία. 2. το σύνολο των οργάνων και των εξαρτημάτων (κυρ. για σκάφη και αλιευτικά μέσα): H ~ της βάρκας / του καϊκιού / των διχτυών / του παραγαδιού.

[μσν. αρματωσιά < αρματωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρματωσ- (αρματώνω) -ία > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go