Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρματολίκι το [armatolíki] Ο44 : 1.περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας που, στον καιρό της Tουρκοκρατίας, ανέθεταν στους αρματολούς τη φύλαξή της από τους ληστές: Tο ~ των Aγράφων / του Kατσαντώνη. 2. οι αρματολοί: H κλεφτουριά και το ~.
[αρματολ(ός) -ίκι 2]