Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρματοδρόμος
1 item total
αρματοδρόμος ο [armatoδrómos] Ο18 : αυτός που έπαιρνε μέρος σε αγώνες δρόμου με άρματα21.

[λόγ. < ελνστ. ἁρματοδρόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go