Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρματοδρομία
1 item total
αρματοδρομία η [armatoδromía] Ο25 : αγώνας δρόμου που διεξαγόταν με άρματα21.

[λόγ. < ελνστ. ἁρματοδρομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go