Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρμάθιασμα
1 item total
αρμάθιασμα το [armáθxazma] Ο49 : η ενέργεια του αρμαθιάζω: Tο ~ των φύλλων του καπνού.

[αρμαθιασ- (αρμαθιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go