Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρμάθα
1 item total
αρμάθα η [armáθa] Ο25 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμαθιά: Mια ~ σύκα.

[αρμάθ(ι) μεγεθ. < αρμαθ(ιά) υποκορ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go