Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρλεκίνος
1 item total
αρλεκίνος ο [arlekínos] Ο18 : 1.κωμικός τύπος της παλιάς ιταλικής κωμωδίας. 2. αυτός που φοράει ρούχο από πολύχρωμα κομμάτια. || αυτός που κατά την περίοδο της Aποκριάς μεταμφιέζεται φορώντας τα ρούχα του αρλεκίνου: Φέτος τις απόκριες ντύθηκα ~.

[λόγ. < ιταλ. arlecchi no ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go