Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρκούντως
1 item total
αρκούντως [arkúndos] επίρρ. : (λόγ.) αρκετά, σε επαρκή βαθμό: Tα αποτελέσματα είναι ~ ικανοποιητικά.

[λόγ. < αρχ. ἀρκούντως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go