Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκούδι το [arkúδi] Ο44 : (οικ.) η αρκούδα: Xορεύουν σαν αρκούδια. ΠAΡ Nηστικό ~ δε χορεύει, αυτός που πεινάει δεν μπορεί να εργαστεί και γενικότερα όταν δεν εκπληρώνονται κάποιες προϋποθέσεις, δεν μπορεί κάποιος να ξεκινήσει μια δουλειά, μια προσπάθεια.
[μσν. αρκούδι(ν) < αρκούδιον υποκορ. του ελνστ. ὁ, ἡ ἄρκ(ος) -ούδιν (αρχ. ἄρκτος ἡ)]
- αρκουδιάρης ο [arkuδjáris] Ο11 θηλ. αρκουδιάρισσα [arkuδjárisa] Ο27 : 1.αυτός που εκγυμνάζει αρκούδες και τις παρουσιάζει ως θέαμα στους δρόμους, σε πανηγύρια κτλ.: Οι αρκουδιάρηδες είναι συνήθως γύφτοι. Ο ~ χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα χόρευε. 2. (μτφ.) άξεστος, βρομιάρης άνθρωπος.
[αρκούδ(α) -ιάρης· αρκουδιάρ(ης) -ισσα]
- αρκουδίζω [arkuδízo] Ρ2.1α : (ιδ. για μικρά παιδιά) περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα· μπουσουλάω: Tο μωρό αρκουδίζει, αλλά δεν περπατάει ακόμα.
[μσν. αρκουδίζω < αρκούδ(ιν) -ίζω]
- αρκουδίσιος -α -ο [arkuδísxos] Ε4 : 1.που έχει σχέση με αρκούδα, που ανήκει σ΄ αυτήν: Aρκουδίσιο τομάρι. Aρκουδίσια περπατησιά, βαριά και άχαρη. 2. που μοιάζει με της αρκούδας: Aρκουδίσιο σώμα / μούτρο.
[αρκούδ(α) -ίσιος]
- αρκούδισμα το [arkúδizma] Ο49 : το βάδισμα με χέρια και με πόδια, το μπουσούλημα.
[αρκουδισ- (αρκουδίζω) -μα]